Inicio > Term: Workshop
Workshop
1) Συνάντηση των πολλών ατόμων για εντατική συζήτηση. Το workshop έννοια έχει αναπτυχθεί για την αντιστάθμιση αποκλίνουσες απόψεις σε ένα συγκεκριμένο πειθαρχία ή σε ένα συγκεκριμένο θέμα. 2) Informal και δημόσια συνεδρίαση της ελεύθερης συζήτησης που οργανώνονται για να διεξαχθεί μεταξύ επίσημες συνεδριάσεις ολομέλειας ή προμήθειες ένα συνέδριο ή μια διάσκεψη, είτε σχετικά με ένα θέμα που επιλέγουν οι συμμετέχοντες οι ίδιοι ή αλλιώς σε ένα ειδικό πρόβλημα που προτάθηκαν από τους διοργανωτές. 3) Κατάρτισης περιόδου λειτουργίας στην οποία οι συμμετέχοντες, συχνά μέσω ασκήσεων, αναπτύσσουν δεξιότητες και τις γνώσεις σε ένα συγκεκριμένο πεδίο.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Convención
- Categoría: Conferencias
- Company: CIC
0
Creador
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)