Inicio > Term: κλιμακωτή
κλιμακωτή
Μία ή περισσότερες γραμμές τακτοποιημένα πάνω από το άλλο.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Convención
- Categoría: Conferencias
- Company: CIC
0
Creador
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)