Inicio > Term: συγκοπή
συγκοπή
Σκόπιμη ανατροπή του μετρητή ή παλμών μέσω προσωρινή μετατόπιση από την προφορά να αδύναμη κτύπησε ή μια offbeat.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Música
- Categoría: General - Música
- Company: Sony Music Entertainment
0
Creador
- NPatsos
- 100% positive feedback