Inicio > Term: αποθέματος
αποθέματος
Ένα μέσο που σηματοδοτεί μια θέση κυριότητα ή μετοχικό κεφάλαιο, σε μια εταιρεία, και αντιπροσωπεύει ένα αίτημα σχετικά με το αναλογικό μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων και των κερδών της επιχείρησης.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Servicios financieros
- Categoría: Fondos
- Company: Merrill Lynch
0
Creador
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)