Inicio > Term: καπνοδόχος
καπνοδόχος
Μια καπνοδόχο ή τον αγωγό για τον καπνό.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Energía
- Categoría: Gas natural
- Company: AGA
0
Creador
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)