Inicio > Term: sleet
sleet
1. Σβόλων βλέπε πάγου. 2. Στην βρετανική ορολογία, και στην καθομιλουμένη σε ορισμένα τμήματα των Ηνωμένων Πολιτειών, καθίζηση της ομίχλης με τη μορφή μείγματος βροχή και το χιόνι.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Tiempo atmosférico
- Categoría: Meteorología
- Company: AMS
0
Creador
- Khrysaor
- 100% positive feedback