Inicio > Term: εκλεκτικό, θρεπτικό
εκλεκτικό, θρεπτικό
Ένα μέσον καλλιέργειας που περιέχει ουσίες που αναστέλλουν ή να εμποδίζει την ανάπτυξη ορισμένων ειδών των μικροοργανισμών ειδικά.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Plantas
- Categoría: Patología vegetal
- Company: American Phytopathological Society
0
Creador
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)