Inicio > Term: sashimi
sashimi
Ιαπωνικά όρος για φέτες ψαριών (ιδίως τόνου) και τα οστρακοειδή (γιρλάντας, αυτιού της θάλασσας, αστακός, καλαμάρια, χταπόδια) υπηρέτησε ακατέργαστης ως μία λιχουδιά.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Pesca
- Categoría: Pesca marítima
- Organization: NOAA
0
Creador
- Golgotha
- 100% positive feedback