Inicio > Term: διατήρηση
διατήρηση
1. Η ποσότητα μιας ουσίας που έχει μείνει από το σύνολο απορροφούμενη μετά από ένα ορισμένο χρόνο ύστερα από έκθεση.
2. Κρατώντας πίσω στο Σώμα ή μέσα σε ένα όργανο, των ιστών ή των κυττάρων του το θέμα αυτό πρόκειται να εξαλειφθούν κανονικά.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Biología; Química
- Categoría: Toxicología
- Company: National Library of Medicine
0
Creador
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)