Inicio > Term: πόρος
πόρος
Υλικό, αντικείμενο, άτομο ή τοποθεσία από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε πληροφορίες.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Educación
- Categoría: Enseñanza
- Company: Teachnology
0
Creador
- MaryK
- 100% positive feedback
(Greece)