Inicio > Term: παραγωγικότητα
παραγωγικότητα
Την ποσότητα του προϊόντος που παράγεται μέσα σε ένα δεδομένο χρονικό διάστημα από μια καθορισμένη ποσότητα του πόρου.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Biotecnología
- Categoría: Genetic engineering
- Organization: FAO
0
Creador
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)