Inicio > Term: προνομιακό επιτόκιο
προνομιακό επιτόκιο
(1) συνώνυμο του "base rate", βασικό επιτόκιο.
(2) το επιτόκιο που χρεώνουν οι τράπεζες των ΗΠΑ και του Καναδά στους πρώτης τάξης πελάτες τους ή για προνομιακά βραχυπρόθεσμα γραμμάτια.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Banca
- Categoría: Banca de inversión
- Company: UBS
0
Creador
- Aggeliki
- 100% positive feedback
(Berlin, Germany)