Inicio >  Term: πόσιμου
πόσιμου

1) (Επίθετο) A λέξη χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα υγρό κατάλληλο για την κατανάλωση οινοπνεύματος, π.χ. πόσιμου νερού. 2) (Ουσιαστικό) κάθε ποτών, ιδίως εκείνων που περιέχουν αλκοόλη.

0 0

Creador

  • eumelia.ganis
  • (Larissa, Greece)

  •  (V.I.P) 22675 puntos
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.