Inicio > Term: phialide
phialide
Τέλους κελιού από μια conidiophore με ένα ή περισσότερα ανοιχτά άκρα μέσω του οποίου αναπτύσσεται μια basipetal διαδοχή των conidia.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Plantas
- Categoría: Patología vegetal
- Company: American Phytopathological Society
0
Creador
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)