Inicio > Term: εξειδικευμένες
εξειδικευμένες
(i) το συγκεκριμένο ρόλο που διαδραματίζει ένα δεδομένο είδος του οικοσυστήματος, (ii) ο φυσικός χώρος που καταλαμβάνεται από ένα οργανισμό.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Ciencias de la Tierra
- Categoría: Ciencia del suelo
- Company: Soil Science Society of America
0
Creador
- Golgotha
- 100% positive feedback