Inicio > Term: αμέλεια
αμέλεια
Αδυναμία να ενεργεί για λογαριασμό του ή στον προστασία ενός ατόμου για την περίθαλψη.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Seguridad contra incendios
- Categoría: Prevención y protección
- Company: NFPA
0
Creador
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)