Inicio > Term: μικροβιοκτόνου
μικροβιοκτόνου
Ένα ναρκωτικό, χημικά ή άλλης ουσίας που χρησιμοποιείται για τη θανάτωση των μικροοργανισμών. Ολοένα και περισσότερο, ο όρος χρησιμοποιείται ειδικά για ουσίες που προλαμβάνουν ή περιορίζουν τη διαβίβαση των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων λοιμώξεων, όπως ο ιός HIV.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Asistencia sanitaria
- Categoría: Prevención y tratamiento de HIV
- Company: National Library of Medicine
0
Creador
- Khrysaor
- 100% positive feedback