Inicio > Term: μνήμη
μνήμη
Ένα μέσο το οποίο μπορεί να συγκρατήσει πληροφορίες για μελλοντική ανάκτηση. Ο όρος που χρησιμοποιείται συχνότερα για την αναφορά στον εσωτερικό χώρο αποθήκευσης ενός υπολογιστή, στον οποίο μπορούν να απευθυνθούν απευθείας οι οδηγίες της μηχανής. Βλ. επίσης προσωρινή μνήμη (cache), κατανεμημένη μνήμη, κοινόχρηστη μνήμη.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Ordenador
- Categoría: Terminales de trabajo
- Company: Sun
0
Creador
- ILACHANIS
- 100% positive feedback
(United Kingdom)