Inicio > Term: λυσίμετρο
λυσίμετρο
Εργαστήριο στήλη επιλεγμένων αντιπροσωπευτικών εδάφους ή ένα προστατευμένο μονολιθικός όγκος του εδάφους ανενόχλητοι το πεδίο με το οποίο είναι δυνατόν να δείγματος και την εποπτεία της κυκλοφορίας του ύδατος και ουσιών.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Biología; Química
- Categoría: Toxicología
- Company: National Library of Medicine
0
Creador
- Khrysaor
- 100% positive feedback