Inicio > Term: ισχαιμία
ισχαιμία
Τοπικό ανεπάρκεια της προσφοράς αίματος και επομένως οξυγόνου σε ένα όργανο ή ιστό χρωστούν συστολή των σκαφών αίματος ή κωλυσιεργίας.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Biología; Química
- Categoría: Toxicología
- Company: National Library of Medicine
0
Creador
- Golgotha
- 100% positive feedback