Inicio >  Term: καταβεβλημένος, (κουρασμένος, καταπονημένος)
καταβεβλημένος, (κουρασμένος, καταπονημένος)

έχοντας μια εμφάνιση της Γάνδης, σπατάλη ή εξαντληθεί, από την παρατεταμένη πάσχουν, άσκηση, ή άγχος

0 0

Creador

  • ml09s5k
  • (Leeds, United Kingdom)

  •  (Diamond) 8094 puntos
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.