Inicio > Term: γκουανό
γκουανό
1. Τεχνητή κόπρου, κυρίως ότι προέρχεται από τα ψάρια. 2. Ορνιθοειδή φυσικών λιπασμάτων από κόπρανα της θάλασσας.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Medio Ambiente
- Categoría: Estadísticas ambientales
- Company: Naciones Unidas
0
Creador
- Khrysaor
- 100% positive feedback