Inicio > Term: Fries
Fries
1. Όρος συντετμημένη για γαλλικά fries. 2. Ένα άλλο όνομα για την ορεινή στρειδιών.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Artes culinarias
- Categoría: Cocina
- Company: Barrons Educational Series
0
Creador
- Khrysaor
- 100% positive feedback