Inicio > Term: δικαιοδόχο
δικαιοδόχο
Κάποιος που κατέχει μια δικαιόχρησης.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Restaurantes
- Categoría: Restaurantes
- Company: allfoodbusiness.com
0
Creador
- Golgotha
- 100% positive feedback