Inicio > Term: λιπάσματα
λιπάσματα
Κάθε υλικό οργανικές ή ανόργανες φυσικού ή συνθετικού προέλευσης που προστίθεται στο έδαφος να παρέχει θρεπτικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των άζωτο, φώσφορο και κάλιο, αναγκαίο να υποστηριχθεί η ανάπτυξη των φυτών.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Agricultura
- Categoría: Agricultura general
- Company: USDA
0
Creador
- Khrysaor
- 100% positive feedback