Inicio > Term: ενδοκρινικών disrupter
ενδοκρινικών disrupter
Εξωγενών χημική ουσία που αλλοιώνει ή λειτουργιών του ενδοκρινικού συστήματος και συνεπώς προκαλεί δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία σε μια ανέπαφη οργανισμού, τους γόνους ή (υπο) πληθυσμούς.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Biología; Química
- Categoría: Toxicología
- Company: National Library of Medicine
0
Creador
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)