Inicio > Term: dutchman
Ενα κομμάτι φίλτρου που χρησιμοποιείται για να κλείσει ένα κενό αν΄μεσα σε δύο κομμάτια σωλήνα ή η προσαρμογή και ένας μικρός εξοπλισμός όπου ο σωλήνας είναι πολύ κοντός για να κάνει το κλείσιμο ή όπου ο σωλήνας και ο εξοπλισμός μπορεί να είναι εκτός ευθυγράμμισης.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Energía
- Categoría: Gas natural
- Company: AGA
0
Creador
- KATRAT
- 100% positive feedback