Inicio > Term: στραγγίζεται
στραγγίζεται
(i) να παρέχουν διαύλους, όπως άνοιγμα τάφροι ή αποστράγγιση παράθεση, ώστε να μπορεί να αφαιρείται το επιπλέον νερό από επιφάνεια ή από εσωτερική ροή. (ii) να χάνει ύδατα (από το έδαφος) από την είσοδο.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Ciencias de la Tierra
- Categoría: Ciencia del suelo
- Company: Soil Science Society of America
0
Creador
- Khrysaor
- 100% positive feedback