Inicio > Term: εξάρτηση
εξάρτηση
1. Ενός psychic διακαώς για ένα ναρκωτικό ή άλλης ουσίας που μπορεί ή δεν μπορεί να συνοδεύεται από μια σωματική εξάρτηση.
2. Εξάρτηση από ένα ναρκωτικών ή άλλη ουσία ή στη διατήρηση της υγείας.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Biología; Química
- Categoría: Toxicología
- Company: National Library of Medicine
0
Creador
- Khrysaor
- 100% positive feedback