Inicio > Term: υποβάθμιση
υποβάθμιση
Για τη μείωση της πολυπλοκότητας της (μια χημική ένωση) από διαχωρισμό μία ή περισσότερες ομάδες ή μεγαλύτερο στοιχεία (κυτταρίνης υποβαθμίζεται με την δράση του ορισμένα βακτήρια). Αμετάβατου ρήματος : να υποστούν χημικό υποβάθμιση.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Médico
- Categoría: Genoma humano
- Company: National Library of Medicine
0
Creador
- Golgotha
- 100% positive feedback