Inicio > Term: διαλειτουργικό
διαλειτουργικό
Ένας όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια διαδικασία ή μια δραστηριότητα που διασχίζει τα σύνορα μεταξύ λειτουργίες. Ένα σταυρό λειτουργική ομάδα αποτελείται από άτομα από περισσότερες από μία οργανική μονάδα ή λειτουργία.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Gestión de calidad
- Categoría: Six Sigma
- Organization: ASQ
0
Creador
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)