Inicio > Term: commensalism
commensalism
Αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο ειδών στην οποία ένα είδος προέρχεται όφελος, ενώ το άλλο δεν επηρεάζεται.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Ciencias de la Tierra
- Categoría: Ciencia del suelo
- Company: Soil Science Society of America
0
Creador
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)