Inicio > Term: Καταρράκτης
Καταρράκτης
Μια εξασθένιση της όρασης που προκαλούνται από τους φακούς των οφθαλμών, μεταβαλλόμενος σε νεφελώδη. Καταρράκτης είναι κοινή σε ηλικιωμένα άτομα. Μπορεί να είναι κληρονομική ή να προκαλείται από το διαβήτη και περιβαλλοντικούς παράγοντες.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Antropología
- Categoría: Antropología física
- Company: Palomar College
0
Creador
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)