Inicio > Term: καταλύτης
καταλύτης
Ένα υλικό που επιφέρει μια χημική αντίδραση, χωρίς να είναι μόνιμα αλλάχτηκε στη διαδικασία.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Energía
- Categoría: Gas natural
- Company: AGA
0
Creador
- ml09s5k
- 100% positive feedback
(Leeds, United Kingdom)