Inicio > Term: λαδορίγανη
λαδορίγανη
Ένα υγρό που προκύπτει από το μαγείρεμα λαχανικά, κρέας ή στα ψάρια στο νερό. Ο όρος μερικές φορές χρησιμοποιείται ως συνώνυμοι με Βουλώνης.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Artes culinarias
- Categoría: Cocina
- Company: Barrons Educational Series
0
Creador
- Khrysaor
- 100% positive feedback