bleg
Η επαιτεία μέσω του blog κάποιου, για πληροφορίες ή για χρήματα. Ένας σχετικό όρος είναι ο "blegger".
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Internet
- Categoría: Medios de comunicación
0
Other terms in this blossary
Creador
- pkatseas
- 100% positive feedback
(Greece)