Inicio > Term: βιομάζα (Β)
βιομάζα (Β)
1. Ή μόνιμης αποθέματος. Το συνολικό βάρος της ομάδας (ή αποθέματος) των έμβιων οργανισμών (π.χ. ψάρια, πλαγκτόν) ή ορισμένων ορίζεται κλάσμα της πληροφορικής (π.χ. spawners) σε μια περιοχή, σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, 2. Μέτρο της ποσότητας, συνήθως κατά βάρος σε λίρες ή την μετρικού τόνους (2,205 λίβρες ή 1 τόννο), ενός αποθέματος σε μία δεδομένη στιγμή.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Pesca
- Categoría: Pesca marítima
- Organization: NOAA
0
Creador
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)