Inicio > Term: δεσμευτική
δεσμευτική
(1) Attaching φύλλα, σε μία ενιαία μονάδα με κόλλες, ράψιμο, ραφή, μεταλλικό prongs, προσκόλληση κ.λπ. τις λειτουργίες που περιλαμβάνουν ταξινόμησης, perforating και πτυσσόμενα τα στοιχεία μιας φόρμας στο τελικό προϊόν. (2) Το τμήμα ή την άκρη του ένα εγχειρίδιο εντύπων που είναι δεσμευμένο.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Impresión y publicación
- Categoría: Papel
- Company: Neenah Paper
0
Creador
- Khrysaor
- 100% positive feedback