Inicio > Term: biface
biface
Ένα λίθινο εργαλείο το οποίο διαμορφώνεται σε δύο όψεις ή πλευρές. Χέρι άξονες αποτελούν παραδείγματα των bifaces. Βλέπε uniface.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Antropología
- Categoría: Antropología física
- Company: Palomar College
0
Creador
- eumelia.ganis
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)