Inicio > Term: αντιγόνο
αντιγόνο
Ουσία ή διαρθρωτικών μέρος (epitope) μιας ουσίας που προκαλεί το ανοσοποιητικό σύστημα για την παραγωγή συγκεκριμένων αντισώματος ή συγκεκριμένα κελιά και που συνδυάζει με συγκεκριμένες δεσμευτικές τοποθεσίες (epitopes) σχετικά με το αντισώματος ή τα κελιά.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Biología; Química
- Categoría: Toxicología
- Company: National Library of Medicine
0
Creador
- Golgotha
- 100% positive feedback