Inicio > Term: αλληλόμορφο
αλληλόμορφο
Μία από τις πολλές εναλλακτικές μορφές ενός γονιδίου που προκύπτουν την ίδια σχετική θέση (locus) στα χρωμοσώματα ομόλογη και οι οποίες διαχωρίζονται κατά τη διάρκεια ο και μπορεί να αναδιευθετημένων τις ακόλουθες σύντηξης γαμετών.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Biología; Química
- Categoría: Toxicología
- Company: National Library of Medicine
0
Creador
- Khrysaor
- 100% positive feedback