Inicio > Term: adsorbent
adsorbent
Μια ουσία για την οποία προσκολλώνται ενώσεις. Σε ιστοκαλλιέργειας, προστίθεται μια adsorbent καλλιεργείας σε adsorb ενώσεις που εκλύονται από καλλιεργημένα κύτταρα ή ιστούς, έτσι ελαχιστοποίηση τυχόν δυσμενείς επιπτώσεις στην μετέπειτα ανάπτυξη του πολιτισμού. Α κοινή adsorbent στο ιστοκαλλιέργειας είναι ενεργό άνθρακα, q.v.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Biotecnología
- Categoría: Genetic engineering
- Organization: FAO
0
Creador
- Andreas
- 100% positive feedback
(Larissa, Greece)