Inicio >  Term: επιταχυντής
επιταχυντής

Μια χημική ουσία που χρησιμοποιείται για να επιταχύνει τις χημικές ή άλλες διεργασίες. Για παράδειγμα, λαμβάνονται χρησιμοποιούνται στη βαφή triacetate και υφάσματα από πολυεστέρα.

0 0

Creador

  • IreneK
  • (Athens, Greece)

  •  (Gold) 1887 puntos
  • 100% positive feedback
© 2025 CSOFT International, Ltd.