Inicio > Term: επιταχυντής
επιταχυντής
Μια χημική ουσία που χρησιμοποιείται για να επιταχύνει τις χημικές ή άλλες διεργασίες. Για παράδειγμα, λαμβάνονται χρησιμοποιούνται στη βαφή triacetate και υφάσματα από πολυεστέρα.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Textiles
- Categoría: Fibras fabricadas
- Company: Celanese
0
Creador
- IreneK
- 100% positive feedback
(Athens, Greece)