Inicio > Term: Πραγματική
Πραγματική
Ένας νομικός όρος στο αγγλικό δίκαιο που εφαρμόζεται στην ιδιοκτησία της ένα είδος μόνιμης ή ακινήτων, ε. γ. γης, για να το διακρίνει από προσωπική ή κινητής περιουσίας.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Idioma
- Categoría: Enciclopedias
- Organization: Project Gutenberg
0
Creador
- Khrysaor
- 100% positive feedback