Inicio > Term: Μπέντο
Μπέντο
Ένα μονό-τμήμα takeout ή σπίτι γεμάτο γεύμα κοινή στην ιαπωνική κουζίνα.
- Parte del discurso: proper noun
- Industria/ámbito: Restaurantes
- Categoría: Cocina; Café; Cafeterías
- Organization: Wikipedia
0
Creador
- Golgotha
- 100% positive feedback