Inicio > Term: είδη
είδη
1. Στη βιολογική συστηματική, ομάδα οργανισμών του κοινή καταγωγή που είναι σε θέση να αναπαράγει μόνο μεταξύ τους και που συνήθως είναι γεωγραφικά διακεκριμένες.
2. Χημικά είδη βλ.
- Parte del discurso: noun
- Industria/ámbito: Biología; Química
- Categoría: Toxicología
- Company: National Library of Medicine
0
Creador
- Αλεξανδρος
- 100% positive feedback
(Thessaloniki, Greece)