Inicio > Term: αδιαπέραστοι
αδιαπέραστοι
Η ανάμειξη δύο ή περισσότερων υλικών, ειδικά αλεύρι ή ζάχαρη άχνη, μέ κοσκίνισμα ή κόσκινο για να αφαιρέσει κομμάτια και να προσθέσει άερα.
- Parte del discurso: verb
- Industria/ámbito: Artes culinarias
- Categoría: Cocina
- Company: Better Homes and Gardens
0
Creador
- KATRAT
- 100% positive feedback