Inicio >  Term: contracture
contracture

1) Υψηλής αντοχής σε παθητική έκταση ενός μυς, που απορρέει από ίνωση των ιστών του υποστήριξη οι μύες ή οι αρθρώσεις, ή διαταραχή της οι μυικές ίνες.

2) A μόνιμη shortening (όπως των μυών, τενόντων ή πληγή ιστών) παράγουν δυσπλασίες ή παραμόρφωση.

0 0

Creador

  • Khrysaor
  •  (V.I.P) 30644 puntos
  • 100% positive feedback
© 2024 CSOFT International, Ltd.